Λακωνία

Λακωνία
η
η περιοχή της ΝΑ Πελοποννήσου, η περιοχή της Σπάρτης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Λακωνία — Sp Lakonijà Ap Λακωνική/Lakonikē sen. graikų kalba Ap Λακωνία/Lakonia graikiškai L ist. sr. ir P Graikijos nomas …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Ερμώνυμος, Γεώργιος — (Λακωνία 1430; – Παρίσι 1508;). Λόγιος των χρόνων της Αναγέννησης. Ελάχιστες πληροφορίες για τη ζωή του είναι γνωστές. Βέβαιο πάντως είναι ότι μαθήτευσε κοντά στον περιώνυμο φιλόσοφο του Μιστρά, Γεώργιο Γεμιστό Πλήθωνα. Μετά την κατάληψη του… …   Dictionary of Greek

  • Φτέρης, Γεώργιος — (Λακωνία 1891 – Αθήνα 1967). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Έλληνα δημοσιογράφου Γεωργίου Τσιμπιδάρου. Σπούδασε νομικά και έμεινε για μεγάλο διάστημα στο εξωτερικό, ιδιαίτερα στην Ιταλία και στο Παρίσι, όπου μάλιστα παρακολούθησε όλες τις πολιτικές,… …   Dictionary of Greek

  • Λακωνίας, νομός — Διοικητική διαίρεση (3.636 τ. χλμ., 99.637 κάτ.) της περιφέρειας Πελοποννήσου. Καλύπτει την ιστορική και γεωγραφική περιοχή της νοτιοανατολικής Πελοποννήσου, που είναι γνωστή ως Λακωνία και Λακωνική. Ο ν.Λ. συνορεύει στα Β με τον νομό Αρκαδίας,… …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • λακωνικός — ή, ό (Α λακωνικός, ή, όν, θηλ. και λακωνίς) [Λάκων] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Λάκωνες ή στη Λακωνία (α. «λακωνική διάλεκτος» η δωρική διάλεκτος που μιλιόταν στη Λακωνία κατά τους αρχαίους χρόνους β. «βραχυλογία τις Λακωνική», Πλάτ.)… …   Dictionary of Greek

  • σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • Κρεββατάς — I Επώνυμο οικογένειας εθνικών αγωνιστών από τη Λακωνία. 1. Παναγιώτης (18ος αι.). Πήρε μέρος στα Ορλοφικά (1769). Μετά την αποτυχία του κινήματος διέφυγε στην Ύδρα και από εκεί στα Κύθηρα, όπου πέθανε. Η τεράστια περιουσία του αρχικά δημεύτηκε,… …   Dictionary of Greek

  • Лакония — Λακωνία …   Википедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”